μαρμαρουργός

μαρμαρουργός
μαρμᾰρουργός, ,
A marble-mason, Tz.H.9.131.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαρμαρουργός — μαρμαρουργός, o (Μ) μαρμαρογλύπτης, μαρμαράς …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρουργία — η [μαρμαρουργός] η τέχνη τού μαρμαρογλύπτη, η μαρμαρική, η μαρμαρογλυπτική …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρουργείο — το [μαρμαρουργός] το εργαστήριο τού μαρμαρογλύπτη, μαρμαράδικο, μαρμαρογλυφείο …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρουργικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού μαρμαρουργού 2. αυτός που χρησιμεύει στον μαρμαρά 3. το θηλ. ως ουσ. η μαρμαρουργική η μαρμαρική, η τέχνη τού μαρμαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαρουργός. Ο τ. μαρμαρουργική είναι απόδοση στην ελλ. ξεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”